- παρανόμι
- το-ιού, παρατσούκλι, παραγκώμι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρανόμι — το βλ. παράνομα … Dictionary of Greek
παρανομί' — παρανομίαι , παρανομία transgression of law fem nom/voc pl παρανομίᾱͅ , παρανομία transgression of law fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράνομα — και παρανόμι, το 1. επώνυμο, επίθετο 2. (ιδίως στον τ. παρανόμι) παρωνύμιο, παρατσούκλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + όνομα] … Dictionary of Greek
επιφημίζω — ἐπιφημίζω (AM) μσν. επευφημώ, ζητωκραυγάζω 2. διαδίδω φήμες 3. ανακηρύσσω με βοή αρχ. 1. προφέρω δυσοίωνες λέξεις για το μέλλον, προφητεύω κακά («ἰόντος αὐτοῡ ἐπὶ τὴν πεντηκόντερον ἐπεφημίζετο», Ηρόδ.) 2. υπόσχομαι, δίνω τον λόγο μου («κείνω… … Dictionary of Greek
παρανομάζω — και παρανομιάζω [παράνομα / παρανόμι] 1. προσάπτω σε κάποιον παρωνύμιο, τού βγάζω παρατσούκλι 2. καλώ, φωνάζω κάποιον με το παράνομά του … Dictionary of Greek
παρατσούκλι — το / παρατσούκλιον, ΝΜ ειρωνικό ή σκωπτικό παρωνύμιο, παρανόμι, παράνομα, παρωνυμία ή απλός χαρακτηρισμός ενός προσώπου χωρίς σκωπτική σημασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από αμάρτυρο *παρατίτλιον, υποκορ. τού παράτιτλον] … Dictionary of Greek
παρονομασία — ἡ, ΝΑ [παρονομάζω] νεοελλ. παρωνύμιο, παρανόμι, παρατσούκλι («επρόσθετον παρονομασίαν τινά, κατά το όνομα εκάστου», Παπαδ.) αρχ. 1. λογοπαίγνιο με λέξεις ομόηχες, αλλά διαφορετικής σημασίας, συνήχηση, παρήχηση 2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο μια… … Dictionary of Greek
παρωνύμιος — ον, ΜΑ [παρώνυμος] το ουδ. ως ουσ. νεοελλ. τὸ παρωνύμιο όνομα που προστίθεται στο προσωπικό όνομα για λόγους σκωπτικούς ή για να διευκολύνεται η διάκριση μεταξύ ατόμων με το ίδιο ονοματεπώνυμο ή πατρώνυμο, κν. παρατσούκλι, παράνομα, παρανόμι αρχ … Dictionary of Greek
επίκληση — η 1. επονομασία, επωνυμία, το παράνομα, παρανόμι: Μυροβλύτης είναι η επίκληση του αϊ Δημήτρη. 2. παράκληση για βοήθεια, πρόσκληση για βοήθεια που γίνεται με ικεσίες ή προσευχές: Επίκληση του Χριστού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επονομασία — η πρόσθετο όνομα από κάποιο περιστατικό ή αιτία, επώνυμο, επωνυμία, παρανόμι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)